μετάξινος
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
Greek Monolingual
-η, -ο
ο μεταξένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετάξι ή μέταξα. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στη Μετάφραση Υποκόμ. της Βραζελόνης].