μεταβιβαστικός

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός με τον οποίο γίνεται η μεταβίβαση («μεταβιβαστικό έγγραφο»)
2. γραμμ. «μεταβιβαστικά ρήματα» — τα ρήματα που σημαίνουν ότι την ενέργεια δεν τήν εκτελεί το ίδιο το υποκείμενο, αλλά άλλο πρόσωπο κατά παραγγελία ή κατ' εντολή του υποκειμένου, π.χ. ποτίζω = κάνω ή βάζω κάποιον να πιει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταβιβάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Π. Καλλιγά].