Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
μετακλῶ, -άω (Α)1. συγκάμπτω, λυγίζω2. υποτάσσω.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κλῶ «σπάζω»].