μετακλώ

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404

Greek Monolingual

μετακλῶ, -άω (Α)
1. συγκάμπτω, λυγίζω
2. υποτάσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κλῶ «σπάζω»].