μετακλώ

From LSJ

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source

Greek Monolingual

μετακλῶ, -άω (Α)
1. συγκάμπτω, λυγίζω
2. υποτάσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κλῶ «σπάζω»].