μετακόμιση
From LSJ
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
Greek Monolingual
η (ΑM μετακόμισις) μετακομίζω
μεταφορά πραγμάτων
νεοελλ.
αλλαγή κατοικίας, μετοίκηση.