μεταλλοειδής

From LSJ

Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt

Menander, Monostichoi, 71

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που μοιάζει με μέταλλο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μεταλλοειδή
χημ. άλλη ονομασία τών επαμφοτεριζόντων χημικών στοιχείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Ιω. Ιωαννίδη].