μεταλλούχος

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502

Greek Monolingual

-ο
αυτός που εμπεριέχει μέταλλα, μεταλλοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στην Κλειώ Ν. Παπαδούκα].