μεταπλάττω

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

French (Bailly abrégé)

att. c. μεταπλάσσω.

Greek Monolingual

μεταπλάττω)
(αττ. τ.) βλ. μεταπλάθω.