μετεγκέφαλος
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
Greek Monolingual
ο
ανατ. υποδιαίρεση του απώτατου τμήματος του νευρικού σωλήνα του εμβρύου από την οποία παράγονται η γέφυρα και η παρεγγεφαλίδα του ώριμου εγκεφάλου.