μετροσύνθετος

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετροσύνθετος Medium diacritics: μετροσύνθετος Low diacritics: μετροσύνθετος Capitals: ΜΕΤΡΟΣΥΝΘΕΤΟΣ
Transliteration A: metrosýnthetos Transliteration B: metrosynthetos Transliteration C: metrosynthetos Beta Code: metrosu/nqetos

English (LSJ)

μετροσύνθετον, composed in metre, Tz.H.7.650.

German (Pape)

[Seite 164] γραφή, metrisch zusammengesetzt, Tzetz.

Greek Monolingual

μετροσύνθετος, -ον (Μ)
αυτός που έχει συντεθεί εμμέτρως («μετροσύνθετος γραφή», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρον + σύνθετος.