μετωποφορώ

Greek Monolingual

μετωποφορῶ, -έω (Μ)
φέρω πάνω στο μέτωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + -φορῶ (< -φόρος < φέρω), πρβλ. μαυροφορώ].