μηκικός

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηκικός Medium diacritics: μηκικός Low diacritics: μηκικός Capitals: ΜΗΚΙΚΟΣ
Transliteration A: mēkikós Transliteration B: mēkikos Transliteration C: mikikos Beta Code: mhkiko/s

English (LSJ)

μηκική, μηκικόν, (μῆκος) in longitude, μετάβασις, θέσις, Procl.Hyp.5.6,9.

Greek (Liddell-Scott)

μηκικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς (γεωγραφ.) μῆκος, Βρυενν. Ἁρμον. 411C, κλ.

Greek Monolingual

μηκικός, -ή, -όν (ΑΜ) μήκος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο γεωγραφικό μήκος.