Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
Full diacritics: μηκικός | Medium diacritics: μηκικός | Low diacritics: μηκικός | Capitals: ΜΗΚΙΚΟΣ |
Transliteration A: mēkikós | Transliteration B: mēkikos | Transliteration C: mikikos | Beta Code: mhkiko/s |
μηκική, μηκικόν, (μῆκος) in longitude, μετάβασις, θέσις, Procl.Hyp.5.6,9.
μηκικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς (γεωγραφ.) μῆκος, Βρυενν. Ἁρμον. 411C, κλ.
μηκικός, -ή, -όν (ΑΜ) μήκος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο γεωγραφικό μήκος.