μηλαφώ

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source

Greek Monolingual

μηλαφῶ, -άω (Α)
1. ερευνώ με τη μήλη, εξετάζω χειρουργικά με τη μήλη
2. (κατά τον Ησύχ.) «μηλαφῆσαι
ψηλαφῆσαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. < μήλη «χειρουργικό εργαλείο» κατά το ψηλαφῶ].