μηλοκλόπος
From LSJ
ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
Greek Monolingual
-ο (Μ μηλοκλόπος, -ον)
αυτός που κλέβει πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + -κλόπος (< κλέπτω), πρβλ. κυνοκλόπος].