μηλοκλόπος
From LSJ
εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit
Greek Monolingual
-ο (Μ μηλοκλόπος, -ον)
αυτός που κλέβει πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + -κλόπος (< κλέπτω), πρβλ. κυνοκλόπος].