μηλοκλόπος

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154

Greek Monolingual

-ο (Μ μηλοκλόπος, -ον)
αυτός που κλέβει πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + -κλόπος (< κλέπτω), πρβλ. κυνοκλόπος].