μηλόκερως

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source

Greek Monolingual

μηλόκερως και μηλόκερος, ὁ (ΑΜ)
αυτός που έχει κέρατα προβάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + -κερος και -κέρως (< κέρας, γεν. αττ. κέρως), πρβλ. αιγόκερως, μονόκερως].