μηνίαρχος

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source

Greek Monolingual

μηνίαρχος, ὁ (Α)
ο μηνιάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας» + -αρχος (< ἄρχω) κατά το ταξί-αρχος].