μηνιγγιτικός

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268

Greek Monolingual

-ή, -ό μηνιγγίτις
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μηνιγγίτιδα
2. το αρσ. ως ουσ. ο μηνιγγιτικός
αυτός που πάσχει από μηνιγγίτιδα
3. φρ. «μηνιγγιτικές γραμμές» — ερυθρές γραμμές που εμφανίζονται στο δέρμα της κοιλιάς σε ορισμένες ασθένειες και που, άλλοτε, θεωρούνταν ως σημεία μηνιγγίτιδας.