Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μηνιγγοκήλη

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78

Greek Monolingual

η
ιατρ. κήλη τών μηνίγγων με περιεχόμενο εγκεφαλονωτιαίο υγρό, η οποία προβάλλει υπό μορφή όγκου μέσα από ένα έλλειμμα του οστικού τοιχώματος του κρανίου ή της σπονδυλικής στήλης.