μηνιγγοκήλη

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. κήλη τών μηνίγγων με περιεχόμενο εγκεφαλονωτιαίο υγρό, η οποία προβάλλει υπό μορφή όγκου μέσα από ένα έλλειμμα του οστικού τοιχώματος του κρανίου ή της σπονδυλικής στήλης.