μηχανίτις

From LSJ

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458

Greek Monolingual

μηχανῖτις, -ιδος, ἡ (Α)
μαχανίτις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + κατάλ. -ῖτις (πρβλ. σεληνίτις)].