μηχανίτις
From LSJ
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
μηχανῖτις, -ιδος, ἡ (Α)
μαχανίτις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + κατάλ. -ῖτις (πρβλ. σεληνίτις)].