μινιατούρα

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek Monolingual

η
μικρογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. miniatura < λατ. miniatus, -a, -um, μτχ. του minio «βάφω με μίλτο»].