νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
ῆς (ἡ) :s.e. τέχνη;profession ou métier de mercenaire.Étymologie: μισθόω.
μισθωτική: ἡ (sc. τέχνη) наемный труд Plat.