μισθωτική

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
s.e. τέχνη;
profession ou métier de mercenaire.
Étymologie: μισθόω.

Russian (Dvoretsky)

μισθωτική: ἡ (sc. τέχνη) наемный труд Plat.