μισθόω
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
A let out for hire, farm out, in pres. and impf., offer to let, τινί τι Ar.Lys.958, Lys.7.10, D.50.52; μισθοῖ αὑτὸν Ὀλυνθίοις offers his services for pay to them, Id.23.150, cf. 149; ἑαυτὸν ἐπί τι for a purpose, Id.18.21; μ. τὸ τέμενος IG12.94.5; οἶκον Lys.32.23, D.27.15, 28.15; τοὺς οἴκους τῶν ὀρφανῶν Arist.Ath.56.7: c. inf., μ. τὸν νηὸν τριηκοσίων ταλάντων ἐξεργάσασθαι farm out the building of it for 300 talents, Hdt.2.180; ὅσου τὴν τριηραρχίαν ἦσαν μεμισθωκότες D.21.80.
II Med., fut. μισθώσομαι Ar.V.52: aor. ἐμισθωσάμην: pf. μεμίσθωμαι (v. infr.):—have let to one, hire, c. acc. pers. vel rei, πλοῖον, μισθωτούς, ἐπικουρικόν, Hdt.1.24, Ar.Av.1152, Th.4.52; οἰκίαν ἣν ᾤκει μεμισθωμένος Is.6.39; τίνα τῶν πολιτῶν ἑταιρεῖν μεμίσθωμαι; D.45.79; τῆς οἰκίας ἧς ἐμεμίσθωτο Lys.3.11; μισθωσάμενός τινος τὴν οἰκίαν D. 27.58; μ. τι παρά τινος Hdt.1.68; τοὺς μεμισθωμένους παρ' ἐμοῦ τὸ χωρίον Lys.17.8; μ. τινὰ ταλάντου engage his services at a talent, Hdt.3.131; ὀλίγου at a low price, Arist.Pol.1259a13: c. inf., μ. νηὸν ἐξοικοδομῆσαι contract for the building of the temple, Hdt.5.62; μ. γράψαι ψάφισμα Maiuri Nuova Silloge 432 (Cos); μισθοῦσθαί τινα c. inf., hire him to do a thing, Hdt.9.34; μισθοῦ σαυτὸν ἀμφορεαφορεῖν Ar.Fr. 299, cf. D.18.33; μ. ὑπέρ τινος make a contract for a thing, Id.53.21; ὁ μισθωσάμενος the contractor, Is.11.34.
III Pass., aor. ἐμισθώθην: pf. μεμίσθωμαι (v. infr.):—to be hired for pay, Μαρδονίῳ μεμισθωμένος οὐκ ὀλίγου hired by him at no small price, Hdt.9.38; ἐπί τινι for a thing, X.An.1.3.1; ἐκ τοῦ μισθωθῆναι from the hire, D.27.58; of a house, to be let on contract, Id.28.1; of a mercenary, μισθωθεὶς ὑπό τινος Id.23.149.
German (Pape)
[Seite 191] um Lohn verdingen, vermiethen; μίσθωσόν μοι τὴν τίτθην, Ar. Lys. 958; Ἀμφικτυόνωνμισθωσάντων τὸν νηὸν τριηκοσίων ταλάντων ἐξεργάσασθαι, sie verdangen den Tempelbau um 300 Talente, Her. 2, 180; pass., μεμισθωμένος οὐκ ὀλίγου, 9, 37; οἱ περὶ τοὺς τελευτήσαντας μισθούμενοι, Plat. Legg. VII, 800 e. – Med. um Lohn dingen, miethen, pachten; τί δῆτα μισθωτοὺς ἂν ἔτι μισθοῖτό τις; Ar. Av. 1152; μισθώσασθαι πλοῖον, Her. 1, 24. 9, 34; μισθωσάμενοι ἐκ Πελοποννήσου ἐπικουρικόν, Thuc. 4, 52; μισθωσώμεθα κήρυκα, Plat. Rep. IX, 580 b; πολλοῦ μισθούμενοι ἀλλοτρίαν φωνὴν τὴν τῶν αὐλῶν, Prot. 347 d; μισθοῦται τὸν κατάρατον τουτονί, Dem. 18, 33; auch μισθοῦται τὴν ἐργασίαν ταύτην τῆς τραπέζης, 36, 6; Sp., οἰκίαν, Pol. 13, 6, 8; οἱ μεμισθωμένοι, die Pächter, Inscr. 93.
French (Bailly abrégé)
μισθῶ :
f. μισθώσω, ao. ἐμίσθωσα, pf. μεμίσθωκα;
1 donner à loyer : τινά τινι engager une personne au service d'une autre ; τινι νηὸν ἐξεργάσασθαι HDT confier à qqn, moyennant un prix convenu, la construction d'un temple;
2 prendre à loyer ; Pass. être pris à loyer ou à gages, être gagé, salarié;
Moy. μισθόομαι, μισθοῦμαι prendre à loyer, à gages, gager, soudoyer, acc..
Étymologie: μισθός.
Russian (Dvoretsky)
μισθόω:
1 отдавать внаем, сдавать в аренду (τὸ χωρίον τινί Lys.; τὸν οἶκον Dem.): μ. τινί τινα Arph. нанимать кому-л. кого-л.; μ. ἑαυτόν τινι Dem. наниматься к кому-л.;
2 сдавать в виде подряда: μ. τὸν νηὸν ἑξεργάσασθαι Her. сдавать подряд на постройку храма; med. принимать в качестве подряда (νηὸν ἐξοικοδομῆσαι Her.): ὁ μισθωσάμενος Isae. подрядчик;
3 med. нанимать (πλοῖον Her.; κήρυκα Plat.; τὸ ἐπικουρικόν Thuc.; οἰκίαν Polyb.; σκηνὴ μεμισθωμένη Plut.); нанимать, приглашать (τινα Her.).
Greek (Liddell-Scott)
μισθόω: μέλλ. -ώσω, ἀόρ. ἐμίσθωσα· πρκμ. μεμίσθωκα· (μισθός). Δίδω ἐπὶ μισθῷ, ἐνοικιάζω· ἐν δὲ τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ., προσφέρω ἐπὶ μισθῷ, Λατ. locare, τι ἢ τινί τι Ἀριστοφ. Λυσ. 958, Λυσίας 109. 13, Δημ. 818. 7., 1222. 16· μισθοῖ αὑτὸν Ὀλυνθίοις, προσφέρει τὰς ὑπηρεσίας του εἰς τοὺς Ὀλ. ἐπὶ μισθῷ, ὁ αὐτ. 669. 23, πρβλ. 15· ἐπί τι, πρός τινα σκοπόν, ὁ αὐτ. 232. 10· μ. οἶκον (πρβλ. μίσθωσις) Λυσ. 906Β., Δημ. 837. 5, κτλ.· ― μετ’ ἀπαρ., μ. τὸν νηὸν τριηκοσίων ταλάντων ἐξεργάσασθαι, ἐκχωρῶ τὴν οἰκοδομὴν τοῦ ναοῦ ἀντί..., Λατ. locare aedem exstruendam, Ἡρόδ. 2. 180· ὅσου τὴν τριηραρχίαν ἦσαν μεμισθωκότες Δημ. 540. 20. ΙΙ. Μέσ., μέλλ. μισθώσομαι: ἀόρ. ἐμισθωσάμην· πρκμ. μεμίσθωμαι (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ)· ― μετ’ αἰτ. προσώπ. ἢ πράγμ., τὸν Ἀρίονα λέγουσι… μισθώσασθαι πλοῖον ἀνδρῶν Κορινθίων, ὅτι ἐναύλωσε πλοῖον Κορινθιακόν, Ἡρόδ. 1. 24, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1152, Θουκ. 4. 52, κτλ.· οἰκίαν ἣν ᾤκει μεμισθωμένος, λαβὼν μὲ ἐνοίκιον, Ἰσαῖ. 60. 17, πρβλ. Δημ. 1125. 11· τῆς οἰκίας ἧς ἐμισθώσατο Λυσ. 97. 23· μ. τι παρά τινος Ἡρόδ. 1. 68· τοὺς μεμισθωμένους παρ’ ἐμοῦ τὸ χωρίον Λυσ. 148· ἐν τέλ.· ταλάντου Αἰγινῆται δημοσίῃ μισθεῦνται (τὸν Δημοκίδην), διώρισαν αὐτὸν ἐπὶ μισθῷ ἑνὸς ταλάντου διὰ τὸ ἔτος δημοσίᾳ δαπάνῃ ἰατρὸν τῆς πόλεως, Ἡρόδ. 3. 131· ὀλίγου, ἀντὶ εὐτελοῦς ἀμοιβῆς ἢ μισθοῦ, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 9· μετ’ ἀπαρ., μισθοῦνται τὸν νηὸν ἐξοικοδομῆσαι Ἡρόδ. 5. 62, ἴδε ἀνωτ.· μισθοῦμαί τινα, μετ’ ἀπαρ., βάλλω τινὰ ἐπὶ μισθῷ νὰ πράξῃ τι, ὁ αὐτ. 9. 34, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 285, Δημ. 236. 22· ὡσαύτως, μ. ὑπέρ τινος, συμβάλλομαι περί τινος, ἔρχομαι εἰς συμφωνίας, ὁ αὐτ. 1253. 17· ὁ μισθωσάμενος, ὁ συμβαλλόμενος, Ἰσαῖ 87. 25. ΙΙΙ. Παθ., ἀόρ. ἐμισθώθην: πρκμ. μεμίσθωμαι (ἴδε ἀνωτ. ΙΙ)· ― μισθοῦμαι ἐπὶ πληρωμῇ, Μαρδονίῳ μεμισθωμένος οὐκ ὀλίγου, μισθωθεὶς ὑπ’ ἐκείνου ἀντὶ οὐχὶ μικροῦ ποσοῦ, Ἡρόδ. 9. 38· ἐπί τινι, διά τι πρᾶγμα, Ξεν. Ἀν. 1. 3, 1· ἐκ τοῦ μισθωθῆναι Δημ. 832. 1· ἐπὶ οἰκίας, ἐνοικιάζομαι ἐπὶ συμβολαίῳ ὁ αὐτ. 836. 1, κ. ἀλλ.
English (Strong)
from μισθός; to let out for wages, i.e. (middle voice) to hire: hire.
English (Thayer)
(μισθός); 1st aorist middle ἐμισθωσάμην; to let out for hire; to hire (cf. Winer's Grammar, § 38,3): τινα, Herodotus, Aristophanes, Xenophon, Plato, others; the Sept. for שָׂכַר, 2 Chronicles 24:12.)
Greek Monotonic
μισθόω: (μισθός), μέλ. -ώσω, αόρ. αʹ ἐμίσθωσα, παρακ. μεμίσθωκα·
I. ενοικιάζω αντί μισθώματος, ενοικιάζω καλλιεργήσιμη γη, εκμισθώνω, Λατ. locare, τί τινι, σε Αριστοφ.· σε ενεστ. και παρατ., προσφέρω για ενοικίαση, μισθοῖ αὑτὸν Ὀλυνθίοις, προσφέρει έναντι μισθού τις υπηρεσίες του σ' αυτούς, σε Δημ.· με απαρ., μισθῶ τὸν νηὸν τριηκοσίων ταλάντων ἐξεργάσασθαι, παραχωρώ, εκχωρώ την οικοδόμηση του ναού για 300 τάλαντα, Λατ. locare aedem exstruendam, σε Ηρόδ.
II. Μέσ., μέλ. μισθώσομαι, αόρ. αʹ ἐμισθωσάμην, παρακ. μεμίσθωμαι, εκχωρώ σε κάποιον, παραχωρώ έναντι μισθώματος, Λατ. conducere, σε Ηρόδ., Αττ.· μισθῶ τινα ταλάντου, μισθώνω τις υπηρεσίες του για ένα τάλαντο το χρόνο, σε Ηρόδ.· με απαρ., μισθῶ νηὸν ἐξοικοδομῆσαι, κλείνω συμφωνία για την οικοδόμηση του ναού, Λατ. conducere aedem aedificandam, στον ίδ.
III. Παθ., αόρ. αʹ ἐμισθώθην, παρακ. μεμίσθωμαι (βλ. ανωτ. II)· παραχωρούμαι έναντι μισθώματος, σε Ηρόδ.· ἐκ τοῦ μισθωθῆναι, από την ενοικίαση, σε Δημ.· λέγεται για οικία, παρέχεται προς ενοικίαση βάσει συμβολαίου, στον ίδ.
Middle Liddell
μισθός
I. to let out for hire, farm out, let, Lat. locare, τί τινι Ar.: in pres. and imperf. to offer to let, μισθοῖ αὑτὸν Ὀλυνθίοις offers his services for pay to them, Dem.:—c. inf., μ. τὸν νηὸν τριηκοσίων ταλάντων ἐξεργάσασθαι to let out the building of it for 300 talents, Lat. locare aedem exstruendam, Hdt.
II. Mid., fut. μισθώσομαι: aor1 ἐμισθωσάμην: perf. μεμίσθωμαι:— to have let to one, to hire, Lat. conducere, Hdt., Attic; μ. τινα ταλάντου to engage his services at a talent a year, Hdt.; c. inf., μ. νηὸν ἐξοικοδομῆσαι to contract for the building of the temple, Lat. conducere aedem aedificandam, Hdt.
III. Pass., aor1 ἐμισθώθην: perf. μεμίσθωμαι (v. supr. II):— to be hired for pay, Hdt.; ἐκ τοῦ μισθωθῆναι from the hire, Dem.: of a house, to be let on contract, Dem.
Chinese
原文音譯:misqÒw 米士拖哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:雇用 相當於: (סָכַר)
字義溯源:雇用,雇;源自(μισθός)*=工資)。參讀 (μισθός)同源字
出現次數:總共(2);太(2)
譯字彙編:
1) 雇(1) 太20:7;
2) 雇用(1) 太20:1
Mantoulidis Etymological
(=νοικιάζω). Ἀπό τό μισθός.
Παράγωγα: μίσθιος, μίσθωμα, μίσθωσις, μισθώσιμος, μισθωτήριο, μισθωτής, μισθωτικός, μισθωτός, ἀμίσθωτος.
Lexicon Thucydideum
mercede conducere, to hire, 4.52.2, 4.76.3, 6.90.3, 8.100.3.