μισοάνθρωπος

From LSJ

οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)

Source

Greek Monolingual

μισοάνθρωπος και μισάνθρωπος, ὁ (Μ)
(για σάτυρο) αυτός που από τη μέση και πάνω είναι άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισ(ο)- + ἄνθρωπος.