ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off
f. de μνάομαι ou de μιμνῄσκομαι.
μνήσομαι: μέλ. του μιμνήσκομαι.
μνήσομαι:I fut. к μιμνῄσκομαι.II fut. к μνάομαι I.