μολυβένιος

From LSJ

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (Μ μολυβένιος, -α, -ο) μολύβι
κατασκευασμένος από μόλυβδο, μολύβδινος
νεοελλ.
1. αυτός που έχει το χρώμα του μολύβδου, μολυβής
2. το ουδ. ως ουσ. το μολυβένιο
το μολυβί χρώμα.