μολυβδοξύστης

From LSJ

σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται → faint and shadowy traces remain, small vestiges remain

Source

Greek Monolingual

ο
εργαλείο για ξύσιμο τών μολυβιών, ξύστρα μολυβιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + ξύστης (< ξύω), πρβλ. ουρανοξύστης.