ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν → forgive us our trespasses
μολύβα, ἡ (Μ)μολύβι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μολύβιον + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. καλύβ-ιον: καλύβ-α].