μονοκλινής

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285

Greek Monolingual

-ές
1. το θηλ. ως ουσ. η μονοκλινής
γεωλ. απλή πτυχή σε στρώματα πετρωμάτων τα οποία είναι σχετικά οριζόντια
2. φρ. «μονοκλινές σύστημα»
(κρυσταλλ.) μία από τις κύριες κατηγορίες δομών στις οποίες μπορεί να ταξινομηθεί ένα ορισμένο κρυσταλλικό στερεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. monocline (< μον(ο)- + -κλινής < κλίνω)].