μονονού

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monotonic

μονονού: μονον-ουχί, βλ. μόνος Β. II. 5.

Russian (Dvoretsky)

μονονού: (κ) и μονον-ουχί Luc. = μόνον 2.

German (Pape)

= μόνον οὐ, s. μόνος a.E.