ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head
(Α μονοτοκῶ, -έω)μονοτόκοςγεννώ ένα μόνο τέκνο σε κάθε τοκετό, είμαι μονοτόκοςαρχ.έχω ένα μόνο παιδί, είμαι μονότεκνος.