μονοτοκώ

From LSJ

ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head

Source

Greek Monolingual

(Α μονοτοκῶ, -έω)
μονοτόκος
γεννώ ένα μόνο τέκνο σε κάθε τοκετό, είμαι μονοτόκος
αρχ.
έχω ένα μόνο παιδί, είμαι μονότεκνος.