μονοτοκώ

From LSJ

ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self

Source

Greek Monolingual

(Α μονοτοκῶ, -έω)
μονοτόκος
γεννώ ένα μόνο τέκνο σε κάθε τοκετό, είμαι μονοτόκος
αρχ.
έχω ένα μόνο παιδί, είμαι μονότεκνος.