μονόβιος

From LSJ

αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character

Source

German (Pape)

[Seite 202] allein lebend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μονόβιος: ὁ, ἡ, ὁ ζῶν βίον μονήρη, μονήρης, «μὴ θέλε ἀμφίβιος εἶναι ὁ κυρώσας μονόβιος εἶναι» Εὐστ. Πονημάτ. 241, 15.

Greek Monolingual

ο και η (Μ μονόθιος)
αυτός που ζει μοναχικό βίο, ο μονήρης
νεοελλ.
(για τα ζώα) αυτός που ζει κατά μόνας ή κατά ζεύγη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + βίος.