μοσχολίβανο

From LSJ

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489

Greek Monolingual

και μοσκολίβανο, το (Μ μοσχολίβανον και μοσκολίβανο και μουσκολίβανο)
μοσχοθυμίαμα, παχύρρευστη αρωματική ρητινώδης ύλη που εκκρίνεται από δέντρα τών γενών στύραξ και λινδέρα και όταν καίγεται αναδίδει ευχάριστη ευωδιά («κι ο καπνός του μοσχολίβανου από τα λιβανιστήρια», Σολωμ.)
νεοελλ.
βοτ. κοινή ονομασία δένδρων τών γενών στύραξ και λινδέρα.