μοσχόβους

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

ο
ζωολ. λόγια ονομασία του είδους Ovibos moschatus, αρτιοδάκτυλου θηλαστικού της οικογένειας bovidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου πρβλ. γαλλ. boeuf musque (boeuf «βους» + musque < μόσχος). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Λ. Ξένο].