μουναρχία

From LSJ

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source

Greek Monolingual

μουναρχία και μουναρχίη, ἡ (Α)
ιων. τ. βλ. μοναρχία.

German (Pape)

und ä., ion. = μοναρχία.