μουρμουρητό

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

το
μουρμούρισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μουρμουρίζω + κατάλ. -ητό (πρβλ. ροχαλίζω: ροχαλ-ητό)].