ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
τομουρμούρισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μουρμουρίζω + κατάλ. -ητό (πρβλ. ροχαλίζω: ροχαλ-ητό)].