μουρμουριστός

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό μουρμουρίζω
1. ψιθυριστός, χαμηλόφωνος
2. (για μέλισσα) αυτή η οποία προκαλεί βόμβο (κι η μέλισσα μουρμουριστή σιμά του τριγυρίζει», Σουμμ.).