μουσιάριος

From LSJ

Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert

Menander, Monostichoi, 416
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουσιάριος Medium diacritics: μουσιάριος Low diacritics: μουσιάριος Capitals: ΜΟΥΣΙΑΡΙΟΣ
Transliteration A: mousiários Transliteration B: mousiarios Transliteration C: mousiarios Beta Code: mousia/rios

English (LSJ)

ὁ, mosaic-worker, μ. κεντητής prob. in Edict.Diocl.7.6.

Greek Monolingual

μουσιάριος, ὁ (Μ)
κατασκευαστής μωσαϊκών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μουσίον «ψηφιδωτό» + κατάλ. -άριος (πρβλ. μεταξάριος)].