μουστόγρια

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source

Greek Monolingual

η
(υβριστικά) γυναίκα πολύ προχωρημένης ηλικίας και πολύ ζαρωμένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μούστος + γριά].