Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μουσότευκτος

From LSJ

Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund

Menander, Monostichoi, 446

Greek (Liddell-Scott)

μουσότευκτος: -ον, ὁ ὑπὸ τῶν μουσῶν ποιηθείς, ἄγαν εὔμορφος, Κοσμᾶς ἐν Spic. Rom. τ. 2, σ. 214.

Greek Monolingual

μουσότευκτος, -ον (Μ)
αυτός που κατασκευάστηκε από τις Μούσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -τευκτος (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. θεότευκτος, χρυσότευκτος].