αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
η (Α μούλη, Μ μούλα)
θηλυκό μουλάρι, μουλάρα («φτάνει την Ώρια τη σπηλιά σε μούλα χρυσοκάπουλη καβάλλα», Γρυπάρ.)
νεοελλ.
μτφ. γυναίκα σωματώδης, χοντροκαμωμένη ή με χοντρούς τρόπους, άξεστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mula, -ae, λ. ασιατικής προελεύσεως (πρβλ. μουλάρι)].