μπογάζι

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68

Greek Monolingual

και μπουγάζι, το (Μ μπογάζι και μπουγάζι)
στενή θαλάσσια δίοδος, στενός πορθμός
νεοελλ.
1. στενή διάβαση μεταξύ ορέων ή υψωμάτων, αλλ. δερβένι
2. συνεκδ. ρεύμα αέρα που σχηματίζεται από τέτοιες διαμορφώσεις του εδάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. boğaz].