ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
και μποσκάρω μπόσικος
1. κάνω κάτι να γίνει μπόσικο, χαλαρώνω, ξετεντώνω, ξεσφίγγω
2. χαλαρώνομαι, παύω να είμαι τεντωμένος ή στερεά συναρμοσμένος.