μποσικάρω

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source

Greek Monolingual

και μποσκάρω μπόσικος
1. κάνω κάτι να γίνει μπόσικο, χαλαρώνω, ξετεντώνω, ξεσφίγγω
2. χαλαρώνομαι, παύω να είμαι τεντωμένος ή στερεά συναρμοσμένος.