μπουλμές

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

ο
ναυτ. κοινή ονομασία του διαφράγματος εσωτερικού χώρου τών πλοίων.