μπράβο

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek Monolingual

1. (επιφών. επιδοκιμασίας και θαυμασμού) εύγε, έξοχα, πολύ ωραία
2. ειρωνικά και σε εκφράσεις αποδοκιμασίας («μπράβο σου, το έσπασες το ποτήρι»)
3. (ως ουσ. ουδ.) το μπράβο
η επιδοκιμασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bravo! < ιταλ. bravo «έξοχος, θαρραλέος»].