μπράβο
From LSJ
1. (επιφών. επιδοκιμασίας και θαυμασμού) εύγε, έξοχα, πολύ ωραία
2. ειρωνικά και σε εκφράσεις αποδοκιμασίας («μπράβο σου, το έσπασες το ποτήρι»)
3. (ως ουσ. ουδ.) το μπράβο
η επιδοκιμασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bravo! < ιταλ. bravo «έξοχος, θαρραλέος»].