ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
και μπριγαντίνι, τοναυτ. το ιστιοφόρο μπρίκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. brigantino < ιταλ. brigante «ληστής» < ιταλ. brigare «μάχομαι» < ιταλ. briga «πάλη, αγώνας»].